2 Μαΐου 2015

Ο γλάρος Ιωνάθαν


Οι περισσότεροι γλάροι δε νοιάζονται να μάθουν παρά μόνο τα πιο βασικά πράγματα για το πέταγμα — πώς να πετούν απ την ακτή στην τροφή τους και πίσω πάλι. Για τους περισσότερους γλάρους σημασία δεν έχει το πέταγμα, αλλά το φαγητό. Για τούτον, όμως, το γλάρο σημασία δεν είχε το φαγητό, αλλά το πέταγμα. Πάνω από κάθε τι άλλο, ὁ Ιωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος αγαπούσε να πετάει.

Ένας τέτοιος τρόπος σκέψης δεν ήταν, καθώς ανακάλυψε, το καλύτερο μέσο για να γίνεις αγαπητός στ’ άλλα πουλιά. Ακόμα και οι γονείς του ένιωθαν απογοήτευση όταν ὁ Ιωνάθαν περνούσε μέρες ολόκληρες μόνος, κάνοντας εκατοντάδες χαμηλές πτήσεις με ακίνητα φτερά, κάνοντας δοκιμές.

«Γιατί Ίων, γιατί;» ρωτούσε ἡ μάνα του. «Γιατί είναι τόσο δύσκολο, Ίων, να είσαι όπως όλα τ’ άλλα πουλιά στο σμήνος; Γιατί δεν μπορείς ν’ αφήσεις το χαμηλό πέταγμα στους άλμπατρος, στους πελεκάνους; Γιατί δεν τρως; Γιόκα μου, είσαι φτερό και κόκαλο!».

«Μάνα, δε με πειράζει να είμαι φτερό και κόκαλο. Θέλω μόνο να ξέρω τί μπορώ και τί δε μπορώ να κατορθώσω στον αέρα. Τίποτε άλλο. Θέλω να ξέρω».

«Άκου εδώ Ιωνάθαν», είπε ὁ πατέρας του, όχι δίχως καλοσύνη. «Ο χειμώνας πλησιάζει. Οι βάρκες θα’ ναι λιγοστές και τ’ αφρόψαρα θα κολυμπούν βαθιά. Αν πρέπει κάτι να μελετήσεις, μελέτα την τροφή και πώς να την εξασφαλίσεις. Αυτή ἡ υπόθεση με τις πτήσεις είναι πολύ καλή, αλλά μια πτήση μ’ ακίνητα φτερά δεν τρώγεται. Το ξέρεις. Μη ξεχνάς πώς αν πετάς είναι για να τρως».....


Και πολύ σύντομα ὁ Ιωνάθαν Γλάρος ξανάφυγε μόνος πάλι, πέρα στ’ ανοιχτά, πεινασμένος, ευτυχισμένος, μαθαίνοντας.

Θέμα ήταν ἡ ταχύτητα, και με μία εβδομάδα εξάσκηση έμαθε για την ταχύτητα πολλά περισσότερα από τον πιο γρήγορο γλάρο στον κόσμο.

Ανέβαινε χίλια πόδια ψηλά. Μ᾿ όλη του τη δύναμη πετούσε πρώτα μπροστά, κι ύστερα μονομιάς, φτερουγίζοντας, άρχιζε την κάθετη βουτιά. Τότε, κάθε φορά, ἡ αριστερή φτερούγα του έχανε τον έλεγχο στην πάνω κίνηση, κατρακυλούσε εκείνος απότομα αριστερά, έχανε τον έλεγχο της δεξιάς φτερούγας προσπαθώντας να την επαναφέρει, και τιναζόταν σαν φωτιά σ’ ένα τρελό στριφτό κουτρουβάλιασμα προς τα δεξιά.

Όλη του ἡ προσοχή δεν ήταν αρκετή για να ελέγξει εκείνη την κίνηση της φτερούγας. Προσπάθησε δέκα φορές, και κάθε φορά, καθώς ξεπερνούσε τα εβδομήντα μίλια την ώρα, γινόταν ξαφνικά μια ανάκατη μάζα απρ φτερά, δίχως έλεγχο, που γκρεμιζόταν στη θάλασσα.

Καθώς βούλιαξε χαμηλά στο νερό, μια παράξενη κούφια φωνή αντήχησε μέσα του. Δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγω. Είμαι γλάρος. Είμαι απ’ την φύση μου περιορισμένος. Αν ήμουν φτιαγμένος να μάθω τόσα πολλά για το πέταγμα θα’ χα διαγράμματα αντί για μυαλό. Αν ήμουν φτιαγμένος να πετάω σε τέτοιες ταχύτητες, θα’ χα μικρές φτερούγες όπως το γεράκι και θα έτρωγα ποντίκια, όχι ψάρια. Ὁ πατέρας μου είχε δίκιο. Πρέπει να τις ξεχάσω αυτές τις τρέλες. Πρέπει να πετάξω πίσω στο σμήνος και ν’ αρκεστώ σ’ αυτό που είμαι, ένας φουκαριάρης γλάρος.

Η φωνή έσβησε, ο Ιωνάθαν συμφώνησε. Ἡ θέση ενός γλάρου τη νύχτα είναι στη στεριά, κι από τούτη τη στιγμή, ορκίστηκε, θα γινόταν ένας φυσιολογικός γλάρος. Όλοι θα ήταν έτσι πιο ευτυχισμένοι. Κουρασμένος έφυγε απ’ τα σκοτεινά νερά και πέταξε προς τη στεριά, κι ευγνωμονούσε τα όσα είχε μάθει για το ξεκούραστο χαμηλό πέταγμα.

Σκοτάδι! Ἡ κούφια φωνή στρίγγλισε τρομαγμένη. Οι γλάροι ποτέ δεν πετούν στο σκοτάδι! Κατέβα! Οι γλάροι δεν πετούν ποτέ στα σκοτεινά! Αν ήσουν φτιαγμένος για να πετάς στο σκοτάδι θα είχες μάτια κουκουβάγιας! Θα είχες σχεδιαγράμματα στο κεφάλι σου, όχι μυαλό! Θα είχες κοντά φτερά όπως το γεράκι!

Εκεί, μέσα στη νύχτα, εκατό πόδια ψηλά στον αέρα, ὁ Ιωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος έπαιξε το μάτι. Ὁ πόνος του, οι αποφάσεις του έγιναν καπνός. Κοντά φτερά. Κοντά φτερά όπως το γεράκι! Να ἡ λύση! Τί βλάκας που ήμουν! Μου αρκεί ένα τόσο δα φτερό, αρκεί ν’ αναδιπλώσω τις φτερούγες μου και να πετάω μόνο με τις άκρες τους! Κοντά φτερά!

Όταν μάθουν, σκέφτηκε, την Κατάκτηση θα ξετρελαθούν από χαρά. Πόσο πιο πλούσια γίνεται τώρα η ζωή μας! Αντί για το μονότονο κοπιαστικό πήγαινε κι έλα στις ψαρόβαρκες, υπάρχει ένα νόημα στη ζωή! Μπορούμε να ξεπεράσουμε την άγνοια, μπορούμε ν’ αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας σαν όντα ξεχωριστά, έξυπνα και επιδέξια. Μπορούμε να είμαστε λεύτεροι! Μπορούμε να μάθουμε να πετάμε!

Τα χρόνια μπροστά του αντηχούσαν και λαμπύριζαν γεμάτα υποσχέσεις......


Οι Γλάροι ήταν μαζεμένοι στη Συνάθροιση του Συμβουλίου όταν προσγειώθηκε και καθώς φαίνεται ήταν εκεί συγκεντρωμένοι από ώρα. Γιατί, πραγματικά, περίμεναν.

«Ιωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρε! Στάσου στο Κέντρο!». Τα λόγια του Γέροντα ακούστηκαν με μία φωνή υπέρτατης επισημότητας. «Στάσου στο Κέντρο» σήμαινε μόνο μεγάλη ντροπή ή μεγάλη τιμή. Στο Κέντρο για Τιμή ήταν ο τρόπος, με τον οποίο διακρίνονταν οι πιο μεγάλοι αρχηγοί των γλάρων. Μα φυσικά, σκέφτηκε, στο Πρόγευμα του Σμήνους σήμερα το πρωί είδαν την Κατάκτηση! Εγώ όμως δεν θέλω τιμές. Δεν επιθυμώ να γίνω αρχηγός. Θέλω μόνο να μοιραστώ ότι ανακάλυψα, να δείξω τους ορίζοντες που απλώνονται μπροστά μας. Έκανε ένα βήμα μπρός.

«Ιωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρε», έπε ὁ Γέροντας, «στάσου στο Κέντρο για Ντροπή να σε δουν οι σύντροφοί σου γλάροι!».

Ήταν σα να τον είχαν χτυπήσει με σανίδα. Τα γόνατά του λύγισαν, τα φτερά του ζάρωσαν, τα’ αφτιά του βούιζαν. Στο Κέντρο για Ντροπή; Αδύνατο!

Ἡ Κατάκτηση! Δεν μπορούν να καταλάβουν! Κάνουν λάθος, λάθος!

«...για την επικίνδυνη ανευθυνότητά του», ἡ σοβαρή φωνή αντηχούσε, «που καταπατά την αξιοπρέπεια και την παράδοση της οικογένειας των Γλάρων»...
Να σταθεί στο Κέντρο για Ντροπή σημαίνει πως θα τον διώξουν έξω απ’ την κοινωνία των γλάρων, απόβλητο σα μοναχικό ζώο στους Πέρα Βράχους.

«...κάποια μέρα, Ιωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρε, θα μάθεις πως ἡ ανευθυνότητα δεν αποδίδει. Η ζωή είναι το άγνωστο κι αυτό που παραμένει άγνωστο· ένα μόνο είναι γνωστό: πώς ερχόμαστε στον κόσμο τούτο για να τρώμε, για να παραμείνουμε ζωντανοί όσο μπορούμε περισσότερο».

Ότι είχε κάποτε ελπίσει να προσφέρει στο Σμήνος το κέρδιζε τώρα μόνο για τον εαυτό του· έμαθε να πετάει, και δε μετάνιωσε για το τίμημα που χρειάστηκε να πληρώσει. Ὁ Ιωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος ανακάλυψε πώς ἡ πλήξη, ο φόβος κι ο θυμός είναι η αιτία που η ζωή ενός γλάρου είναι τόσο σύντομη, κι όταν αυτά χάθηκαν απ’ τη σκέψη του, έζησε μια πραγματικά μακριά κι ευχάριστη ζωή.

Κάθε μέρα μάθαινε περισσότερα. Έμαθε πώς μία βουτιά μπορούσε να τον βοηθήσει ν’ ανακαλύψει τα σπάνια και νόστιμα ψάρια που κολυμπούσαν κοπαδιαστά δέκα πόδια κάτω απ’ την επιφάνεια του ωκεανού: δε χρειαζόταν πια ψαρόβαρκες και μπαγιάτικο ψωμί για να επιζήσει. Έμαθε να κοιμάται στον αέρα, ακλουθώντας νυχτερινή πορεία πάνω στο θαλασσινό αγέρι και καλύπτοντας εκατό μίλια απ’ το ηλιοβασίλεμα ως τα ξημερώματα. Με τον ίδιο εσωτερικό του έλεγχο, πετούσε μέσα από βαριά θαλασσινή ομίχλη κι ανέβαινε ακόμα πιο ψηλά στον αστραφτερό καθαρό ουρανό... ενώ την ίδια ώρα όλοι οι άλλοι γλάροι στέκονταν στη στεριά μέσα στην καταχνιά και τη βροχή. Έμαθε να πετάει με τους αψηλούς ανέμους βαθιά πάνω απ’ τη στεριά, να βρίσκει εκεί για να τραφεί νόστιμα έντομα.....


Έφτασαν τ’ απόγευμα, τότε, και βρήκαν τον Ιωνάθαν να γλιστράει γαλήνιος και μόνος στον αγαπημένο του ουρανό. Οι δύο γλάροι που φάνηκαν στα φτερά του ήσαν καθάριοι σαν αστροφεγγιά και το φεγγοβόλημά τους ήταν απαλό και φιλικό στον αέρα της βαθιάς νύχτας. Όμως πιο όμορφή απ’ όλα ήταν ἡ δεξιοσύνη με την οποία πετούσαν, καθώς οι άκρες απ’ τις φτερούγες τους κουνούσαν σταθερά και με ακρίβεια λίγους πόντους μόλις απ’ τις δικές του.

Δίχως να πει λέξη, ο Ιωνάθαν τους έβαλε σε δοκιμασία, μια δοκιμασία που κανένας γλάρος δεν είχε περάσει ποτέ. Έστριψε τις φτερούγες του, κι ανάκοψε σιγά-σιγά την ταχύτητα σ’ ένα μίλι την ώρα, σχεδόν ακίνητος. Τα δύο αστραφτερά πουλιά ανακόψαν μαζί του, ομαλά, στην ίδια πάντα απόσταση. Ήξεραν πώς να πετούν αργά.

Δίπλωσε τα φτερά του, έκανε μια τούμπα κι αφέθηκε σε μια κατάδυση μ’ εκατόν εβδομήντα μίλια την ώρα. Έπεσαν μαζί του, άσπρες γραμμές σ’ αλάνθαστο σχηματισμό.

Τελικά έκανε την ανάδυση στην ίδια αυτή ταχύτητα και συνέχισε ίσια πάνω μια μακριά όρθια πτήση. Κινήθηκαν μαζί του χαμογελώντας.

Συνήρθε μόλις έφτασε σε πτήση με σταθερό ύψος και πέρασαν λίγες στιγμές πριν μιλήσει. «Πολύ καλά», είπε, «ποιοί ήσαστε;».

«Είμαστε απ το Σμήνος σου, Ιωνάθαν. Είμαστε αδέλφια σου». Τα λόγια ήταν ξεκάθαρα και ήρεμα. «Ήρθαμε να σε πάμε ψηλότερα, να σε πάμε σπίτι».

«Σπίτι δεν έχω. Σμήνος δεν έχω. Είμαι ένας Απόβλητος. Και πετούμε τώρα στην κορυφή του Αέρα του Μεγάλου Βουνού. Λιγοστές εκατοντάδες πόδια ακόμα κι ύστερα δεν θα μπορώ να σηκώσω το γέρικο τούτο κορμί πιο ψηλά».

«Κι όμως μπορείς, Ιωνάθαν. Γιατί έμαθες. Ένα σχολειό τελείωσε κι ήρθε η ώρα ν’ αρχίσει ένα άλλο».

Καθώς τον είχε φωτίσει όλη του τη ζωή, έτσι η κατανόηση άστραψε κείνη τη στιγμή για τον Ιωνάθαν Γλάρο. Είχαν δίκιο. Μπορούσε να πετάξει πιο ψηλά, κι είχε έρθει η ώρα να πάει σπίτι.

Έριξε μια τελευταία ματιά στον ουρανό, πέρα στη θαυμάσια ασημένια χώρα όπου τόσα είχε μάθει.
«Είμαι έτοιμος», είπε τελικά. Κι ο Ιωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος ανυψώθηκε με τους δύο φωτερούς γλάρους για να χαθεί σ’ ένα τέλειο σκοτεινό ουρανό.

Ώστε λοιπόν αυτός είναι ὁ παράδεισος, σκέφτηκε κα χαμογέλασε με τον εαυτό του. Δεν ήταν βέβαια πολύ ευλαβικό το να μελετάς τον παράδεισο την ώρα ακριβώς που πετάς για να τον φτάσεις.....


Καθώς οι μέρες περνούσαν, ο Ιωνάθαν πρόσεξε πως συχνά η σκέψη του πήγαινε πίσω στη Γη απ’ όπου είχε έρθει. Αν γνώριζε όταν βρισκόταν εκεί ένα δέκατο μόλις, ένα εκατοστό έστω, απ’ όσα γνώριζε εδώ, πόσο περισσότερο νόημα θα είχε η ζωή. Στάθηκε στην άμμο κι άρχισε ν’ αναρωτιέται μήπως υπήρχε κανένας γλάρος εκεί κάτω που ίσως αγωνιζόταν να ξεφύγει απ’ τους φραγμούς, να δει το νόημα της πτήσης πέρα απ’ τον απλό τρόπο μετακίνησης για να βουτήξει ένα ξεροκόμματο από μια βάρκα με κουπιά. Ίσως μάλιστα να υπήρχε κάποιος που θα τον είχαν κηρύξει Απόβλητο, αν είχε πει κατάμουτρα στο Σμήνος την αλήθεια. Κι όσο ο Ιωνάθαν συνέχιζε να ασκείται στα μαθήματά του καλοσύνης, κι όσο δούλευε για να μάθει την φύση της αγάπης, όλο και περισσότερο ήθελε να γυρίσει πίσω στη Γη. Γιατί, παρ’ όλο το μοναχικό του παρελθόν, ὁ Ιωνάθαν Γλάρος ήταν γεννημένος να γίνει εκπαιδευτής, κι ο δικός του τρόπος να δείξει την Αγάπη ήταν να δίνει κάτι απ’ την αλήθεια που είχε ανακαλύψει σ’ ένα γλάρο που αναζητούσε μόνο να του δοθεί η ευκαιρία να δει μόνος του την αλήθεια.

Ὁ Σάλλιβαν, με πείρα τώρα στις πτήσεις με ταχύτητα σκέψης και που βοηθούσε τους άλλους να μάθουν, παρέμεινε σκεφτικός.

«Ίων, ήσουν Απόβλητος μια φορά. Γιατί πιστεύεις πώς ένας απ’ τους γλάρους του καιρού σου θα σ’ ακούσει τώρα; Ξέρεις την παροιμία, κι είναι αληθινή: «Βλέπει μακρύτερα εκείνος ὁ γλάρος που πετάει ψηλότερα». Οι γλάροι απ’ όπου έρχεσαι στέκονται πάνω στο χώμα, και κρώζουν και τσακώνονται μεταξύ τους. Βρίσκονται χίλια μίλια μακριά απ’ τον παράδεισο — και λες πώς θέλεις να τους δείξεις τον παράδεισο από κει που στέκονται! Ίων, δεν μπορούν να δουν ούτε τις άκρες απ’ τις φτερούγες τους! Μείνε εδώ. Βοήθησε τους νέους γλάρους εδώ, αυτούς που βρίσκονται αρκετά ψηλά για να καταλάβουν τί έχεις να τους πεις». 

Ὁ Ιωνάθαν έμεινε και δούλεψε με τα καινούργια πουλιά που κατέφθασαν, κι ήταν όλα πολύ έξυπνα με γρήγορη αντίληψη στα μαθήματά τους. Όμως, η παλιά αυτή έγνοια του ξανάρθε και δεν μπορούσε να μη σκέφτεται πώς ίσως υπήρχαν ένα-δυο γλάροι πίσω στη Γη που θα μπορούσαν, κι αυτοί, να μάθουν. 

«Σάλλι, πρέπει να γυρίσω πίσω», είπε στο τέλος. «Οι μαθητές σου τα καταφέρνουν καλά. Μπορούν να σε βοηθήσουν να προχωρήσεις τους νεοφερμένους».

Ο Σάλλιβαν αναστέναξε, αλλά δεν αντιμίλησε. Είπε μόνο: «Νομίζω πώς θα μου λείψεις, Ιωνάθαν».
«Σάλλι, ντροπή»!, του είπε ο Ιωνάθαν επιτιμητικά, «μην είσαι κουτός»! Τι προσπαθούμε να μάθουμε κάθε μέρα;

«Αν η φιλία μας εξαρτάται από πράγματα σαν το χώρο και το χρόνο, τότε όταν τελικά ξεπεράσουμε το χώρο και τον χρόνο, θα έχουμε καταστρέψει την ίδια την αδελφοσύνη»! 

«Όμως αν ξεπεράσουμε το χώρο, δε θα μας απομένει παρά το Εδώ. Αν ξεπεράσουμε τον χρόνο, δε θα μας απομένει παρά το Τώρα. Και καταμεσής στο Εδώ, και στο Τώρα δε νομίζεις πως θα βλεπόμαστε οι δυο μας που και που»;

Ο Σάλλιβαν Γλάρος γέλασε άθελά του.
«Τρελό πουλί», είπε με καλοσύνη.

«Αν υπάρχει κάποιος που μπορεί να δείξει σε κάποιον στη Γη πως να βλέπει χίλια μίλια μακριά, αυτός θα είναι ο Ιωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος».

Κοίταξε την άμμο.
«Γεια χαρά, φίλε μου Ίων».
«Γεια χαρά, Σάλλι, θα ξανασυναντηθούμε».

Και με αυτά τα λόγια ο Ιωνάθαν κράτησε στη σκέψη του μια εικόνα από τα μεγάλα Σμήνη γλάρων στην αμμουδιά μιας άλλης εποχής, και ήξερε με ασκημένη άνεση, πως δεν ήταν φτερό και κόκκαλο, αλλά μια τέλεια ιδέα της λευτεριάς και της πτήσης, που τίποτα δεν την περιόριζε.

Επιλεγμένα αποσπάσματα από το βιβλίο: «Ο γλάρος Ιωνάθαν Λίβινγκστον», του Richard Bach.




0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Copyright © 2015 Dream of Isis